• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wear on vi phrasal (time: pass slowly) (χρόνος)κυλώ αργά ρ αμ + επίρ
  αργοκυλώ ρ αμ
  (χρονικό διάστημα, πχ μέρα, απόγευμα)περνάω, περνώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά: ή ώρα)δεν λέω να περάσω έκφρ
 They became bored as time wore on.
 Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα.
wear on [sb/sth] vtr phrasal insep informal (annoy)εκνευρίζω, νευριάζω ρ μ
  ενοχλώ ρ μ
  (μεταφορικά: νεύρα)σπάω ρ μ
 The clock's ticking is beginning to wear on my nerves.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
wear a black hat,
put on a black hat
v expr
US, informal, figurative (be the bad guy)είμαι ο κακός έκφρ
wear your heart on your sleeve v expr (show feelings openly)δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι περίφρ
  (μεταφορικά)είμαι ανοιχτό βιβλίο έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wear on στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wear on».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!